- τόσον
- τόσοςso greatmasc acc sgτόσοςso greatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… … Dictionary of Greek
ATHOS — mons Macedoniae, nunc in tractu Iamboli dicto, instar peninsulae in mare Aegaeum excurrens, inter sinus Strymonicum, et Singiticum, cuius umbra in Lemnum insul. inde in ortum 87. mill. pass. distantem usque pertingit. Plin. 1. 4. c. 10. et 12.… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
BADIUS — equi nomen in Circensibus; a colore, qui in equis commendatur. Dictus autem hic est quasi Βἃδιος, a βαὶς, quae ramulum palmae significat, unde et spadix color, et spadix equus. Philargyrus, Spadix et Phoenicius est, quales sunt fructus palmarum,… … Hofmann J. Lexicon universale
CORSICA — Insul in mari Ligustico, inter Sardiniam et Italiam sita. A Cyrno, patre Batti, Herculis filio dicta fuit Κύρνος, ut placet Fabio Pictori, cum antea Therapne vocaretur. A Corsica vero muliere, forsan ἀπὸ κόρσης, δούλης βουκόλου dicta, cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
HYLE — I. HYLE urbecula Boeotiae, non longe a Thebis, de qua Strabo l. 9. p. 408. et Plin. l. 4. c. 7. Etiam Homer. eius meminit Il. s. Ο῝ς ῥ´ εν Υ῞λη ναίεςκε μέγα πλούτοιο μεμηλὼς, Λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι, πὰρ δὲ οἱ ἄλλοι Ναῖον Βοιωτοί. Ubi Schol.… … Hofmann J. Lexicon universale
PHOENICEUS Color — in equis, Latinis appellatur, a colore palmitis palmei, qui φοῖνιξ Graece, alias spadix et baldius. Nam et σπάδιξ, termes palmae Graecis. Sed et φοῖνιξ hic color iisdem, et equus φοίνιξ Homero, Il. ψ. v. 454. Οἱ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν. Ab eo … Hofmann J. Lexicon universale
STENTOR — Graecorum omnium vocalissimus, qui 50. hominum clamorem vocis magnitudine adaequabat. Homer. Il. 5. v. 784. Ε῎νθα ςτᾶσ᾿ ἤϋσε θεὰ λευκώλενος Η῞ρη Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι, χαλκεοφώνῳ, Ο᾿ς τόσον αὐδησαςχ᾿ ὅσον ἂλλοι πεντήκοντα. Iuvenal. Sat. 13 … Hofmann J. Lexicon universale
κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… … Dictionary of Greek
κόλπο — το (Μ κόλπον) νεοελλ. 1. έξυπνο τέχνασμα («θα σού πω ένα κόλπο για να αποφεύγεις τους ενοχλητικούς επισκέπτες») 2. επιχείρηση προς εξαπάτηση, απάτη («μαζί σκάρωσαν το κόλπο με τους πλαστούς πίνακες») 3. φρ. «μού κάνει κόλπα» α) συμπεριφέρεται με… … Dictionary of Greek